τοκοχρεωλύσιο

τοκοχρεωλύσιο
το, Ν
(οικον.) μία εκ τών προτέρων καθορισμένη δόση ή πληρωμή για την τμηματική απόσβεση ενός δανείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + χρεωλύσιο. Η λ., στον πληθ. τοκοχρεωλύσια, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοκοχρεωλυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τοκοχρεωλύσιο 2. φρ. α) «τοκοχρεωλυτικό δάνειο» δάνειο που εξοφλείται με τοκοχρεωλύσια β) «τοκοχρεωλυτικοί πίνακες» (οικον.) ειδικοί πίνακες που βοηθούν την εξεύρεση ενός τοκοχρεωλυσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”